ἐξωθήσῃ

ἐξωθήσῃ
ἐξωθήσηι , ἐξώθησις
expulsion
fem dat sg (epic)
ἐξωθέω
thrust out
aor subj mid 2nd sg
ἐξωθέω
thrust out
aor subj act 3rd sg
ἐξωθέω
thrust out
fut ind mid 2nd sg
ἐξωθέω
thrust out
aor subj mid 2nd sg
ἐξωθέω
thrust out
aor subj act 3rd sg
ἐξωθέω
thrust out
fut ind mid 2nd sg
ἐξωθέω
thrust out
futperf ind mp 2nd sg
ἐξωθέω
thrust out
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξώθηση — η (AM ἐξώθησις) ώθηση προς τα έξω νεοελλ. 1. παρόρμηση, παρακίνηση («εξώθηση σε απείθεια») 2. το τελικό στάδιο τού τοκετού μετά τη συμπλήρωση τής διαστολής κατά το οποίο το έμβρυο ωθείται προς τα έξω μσν. αποβολή, αποσιώπηση γράμματος …   Dictionary of Greek

  • εξώθηση — η 1. ώθηση προς τα έξω. 2. (ναυτ.), η ώθηση της άγκυρας προς το πέλαγος, που γίνεται από τους ανέμους και το θαλάσσιο ρεύμα. 3. (ιατρ.), το τελικό στάδιο του τοκετού μετά τη συμπλήρωση της διαστολής, οπότε το έμβρυο σπρώχνεται με τις ωδίνες της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

  • μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγεία — η, ΝΑ [προαγωγεύω] 1. η ενέργεια τού προαγωγεύω, το έργο ή η ενασχόληση τού προαγωγού, παρακίνηση σε μαστροπεία, εξώθηση σε πορνεία, ρουφιανιά 2. φρ. «προαγωγείας γραφή» (αττ. δ.) δημόσια δίκη εναντίον εκείνων που ασκούσαν μαστροπεία και στους… …   Dictionary of Greek

  • υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

  • έκκρουση — η (Α ἔκκρουσις) απώθηση, εξώθηση με κρούση αρχ. έκπτωση λογαριασμού …   Dictionary of Greek

  • εξωστικός — ή, ό (Α ἐξωστικός, ή, όν) κατάλληλος για εξώθηση νεοελλ. ο σχετικός με την έξωση …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καταφόρηση — ἡ 1. η μεταφορά προς τα κάτω, η εξώθηση προς τα κάτω («καταφόρηση άμμου από τα νερά τού ποταμού») 2. χημ. μετατόπιση τών σωματιδίων προς την κάθοδο σε ένα κολλοειδές σύστημα υπό την επίδραση τού ηλεκτρικού πεδίου 3. ιατρ. εισαγωγή φαρμακευτικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”